ποτομανία

ποτομανία
η, Ν
ιατρ. ανεξέλεγκτη, μόνιμη και υπερβολική επιθυμία για λήψη οινοπνευματωδών ποτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποτομανής — ές, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από ποτομανία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”